- τίκτοντα
- τίκτωbring into the worldpres part act neut nom/voc/acc plτίκτωbring into the worldpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τίκτονθ' — τίκτοντα , τίκτω bring into the world pres part act neut nom/voc/acc pl τίκτοντα , τίκτω bring into the world pres part act masc acc sg τίκτοντι , τίκτω bring into the world pres part act masc/neut dat sg τίκτοντι , τίκτω bring into the world… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίκτοντ' — τίκτοντα , τίκτω bring into the world pres part act neut nom/voc/acc pl τίκτοντα , τίκτω bring into the world pres part act masc acc sg τίκτοντι , τίκτω bring into the world pres part act masc/neut dat sg τίκτοντι , τίκτω bring into the world… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιεύω — και μαιεύομαι (AM μαιεύομαι) [μαία] 1. (για μαία και μαιευτήρα) βοηθώ επίτοκη να γεννήσει, ξεγεννώ 2. αποσπώ απάντηση ή ομολογία με τη μαιευτική τέχνη τού Σωκράτους, εκμαιεύω μσν. αρχ. μτφ. φέρνω στο φώς, εμφανίζω για πρώτη φορά αρχ. 1. ενεργώ ως … Dictionary of Greek